νήκουστος

νήκουστος
νήκουστος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν ακούει, κουφός
2. άγνωστος, ανήκουστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη-* + ακουστός (< ἀκούω), πρβλ. αν-ήκουστος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νήκουστος — deaf masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήκουστοι — νήκουστος deaf masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νη- — ν , νε , νω , να (Α) ανάγεται σε ΙΕ στερητικό πρόθημα *ne , που εμφανίζεται κυρίως στη συνεσταλμένη του βαθμίδα *n , η οποία έδωσε στην Ελληνική και το στερητικό πρόθημα α *. Σε άλλες ΙΕ γλώσες η απαθής βαθμίδα *ne χρησιμοποιήθηκε ως ανεξάρτητο …   Dictionary of Greek

  • νηκουστώ — νηκουστῶ, έω (Α) [νήκουστος] δεν ακούω, απειθώ, είμαι ανυπάκουος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”